Είμαι 40 ετών και έχω σχέση 3 χρόνια με έναν παντρεμένο. Είμαστε και οι δυο ερωτευμένοι. Στο γάμο του δεν τα πάει καλά, με τη γυναίκα του δεν έχει καμιά σχέση. Στην αρχή έλεγε πως θα χωρίσει, αλλά πλέον δηλώνει πως δεν μπορεί να διαλύσει την οικογένειά του για να μην πληγωθούν τα παιδιά που βρίσκονται στην εφηβεία. Εγώ δεν αντέχω άλλο να κρυβόμαστε, αλλά δεν μπορώ να φύγω γιατί τον αγαπώ. Όλο χωρίζουμε και ξανασμίγουμε. Κάποιες φορές νιώθω και ενοχές που χαλάω μια οικογένεια. Υποφέρουμε και οι δυο. Βρίσκομαι σε αδιέξοδο.
Κ.
Δεν θα ασχοληθώ με το "ηθικό" μέρος της ιστορίας, ούτε φυσικά θα σου επιρρίψω ευθύνες που "χαλάς μια οικογένεια". Για να μπει σε μια σχέση τρίτο άτομο, σημαίνει πως η σχέση είναι ήδη διαβρωμένη. Εξάλλου, αν κάποιος έπρεπε να έχει ενοχές, είναι ο φίλος σου που είναι παντρεμένος και όχι εσύ.
Γενικός κανόνας: Υποφέρετε και οι δυο, αλλά κανένας δεν παραμένει σε μια σχέση αν δεν έχει κάποιο προσωπικό "όφελος" με την ευρεία έννοια του όρου.
Σχετικά με το φίλο σου: Η οικογένεια, τα παιδιά, τα κοινά οικονομικά, η συνήθεια, το "τι θα πει ο κόσμος" αποτελούν ισχυρά "οφέλη" για να παραμείνει κάποιος σε ένα γάμο. Πόσο μάλλον αν ταυτόχρονα μπορεί να καλύπτει τις συναισθηματικές και ερωτικές του ανάγκες με μια άλλη γυναίκα η οποία δεν έχει πρακτικές απαιτήσεις. Λες πως είναι ερωτευμένος μαζί σου. Το θέμα είναι πόσο ερωτευμένος. Προφανώς ο έρωτάς του δεν είναι αρκετά ισχυρός ώστε να του δώσει το κίνητρο να μπει στα προβλήματα ενός διαζυγίου.
Σχετικά με σένα: Είναι πιθανό να επέλεξες μια σχέση που δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί επειδή υποσυνείδητα φοβάσαι τη δέσμευση. Είναι πιθανό να έχεις βολευτεί κι εσύ σε μια κατάσταση με περιορισμένες ευθύνες. Μήπως υποσυνείδητα πιστεύεις πως δεν σου αξίζει ένας άντρας που θα είναι αφοσιωμένος μόνο σε σένα;
Πώς είναι η υπόλοιπη ζωή σου; Έχεις φίλους; Βγαίνεις; Ή κάθεσαι και περιμένεις πότε θα μπορέσει ο φίλος σου να σου διαθέσει χρόνο; Τι επιθυμείς για τη ζωή σου; Θέλεις απλώς μια ευχάριστη σχέση ή επιδιώκεις να κάνεις οικογένεια;
Οι σχέσεις χωρίζω-τα ξαναφτιάχνω είναι ό,τι χειρότερο για την ψυχική ισορροπία των μελών τους. Υπάρχουν δυο επιλογές: Ή αντιμετωπίζεις τη σχέση επιφανειακά, δηλαδή φροντίζεις κι εσύ να κάνεις παράλληλα τη ζωή σου, ή χωρίζεις οριστικά. Υπάρχουν ένα σωρό ελεύθεροι άντρες out there!
Επισυνάπτω το σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου μου ΓΥΝΑΙΚΕΣ- παλεύοντας με τα κοινωνικά στερότυπα, ΣΑΒΒΑΛΑΣ 2010
H σχέση με τον παντρεμένο
« Ο Γιάννης προσπαθεί, αλλά όλο τυχαίνουν γεγονότα που τον εμποδίζουν να πάρει την οριστική απόφαση να απομακρυνθεί από την οικογένειά του. Ονειρεύομαι αυτή τη μέρα… Δεν ζητώ σπουδαία πράγματα: Να μην κοιτάζουμε το ρολόι όταν είμαστε μαζί. Να πάμε μια φορά μαζί στην αγορά για ψώνια. Να είμαστε ένα κανονικό ζευγάρι. Να μπορώ να απολαμβάνω το παρόν και να μη ζω με το όνειρο ενός αβέβαιου μέλλοντος…»
Η Δανάη είναι 35 ετών, δικηγόρος. Έρχεται στη συμβουλευτική διαδικασία για να ελέγξει τη φοβία της για τα μέσα συγκοινωνίας και ειδικά για το αεροπλάνο. Είναι μια ευπαρουσίαστη και μορφωμένη σύγχρονη γυναίκα, με έντονη προσωπικότητα. Το πρόβλημα με τα μέσα συγκοινωνίας άρχισε να παρουσιάζεται πριν από δυο χρόνια με τη μορφή απροθυμίας να χρησιμοποιήσει κάθε δημόσιο μέσο συγκοινωνίας και να μπει σε αυτοκίνητο που δεν οδηγεί η ίδια. Το πρόβλημα σταδιακά έγινε πιο έντονο. Τους τελευταίους μήνες αρνείται να μπει σε οποιοδήποτε δημόσιο μέσο αστικής συγκοινωνίας και αποφεύγει να χρησιμοποιήσει ακόμα και το δικό της αυτοκίνητο, ειδικά σε πολυσύχναστους δρόμους ή σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Η τελευταία της απόπειρα να μπει σε αεροπλάνο συνοδεύτηκε από μια κρίση πανικού με έντονα σωματικά συμπτώματα που κατέληξαν σε λιποθυμία.
Έρχεται έτοιμη να δουλέψει πάνω στο πρόβλημά της αλλά απρόθυμη να παρουσιάσει το ευρύτερο πλαίσιο της ζωής της. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στην έναρξη της θεραπείας: Το άτομο επιθυμεί να επικεντρωθεί στο πρόβλημά του με στόχο την εξάλειψη των συμπτωμάτων και δεν είναι διατεθειμένο να μπει σε μια βαθύτερη διερεύνηση της ζωής του με στόχο τη αναζήτηση των αιτίων. Οι σχολές ψυχοθεραπείας διχάζονται σχετικά με το θέμα αυτό. Άλλες σχολές επικεντρώνονται στα συμπτώματα και άλλες στα αίτια. Προσωπική μου άποψη είναι πως τα συμπτώματα και τα αίτια είναι καλό να δουλεύονται παράλληλα, μέσα σε ένα πλαίσιο συνθετικής οπτικής. Το ίδιο ισχύει και με το τρίπτυχο παρόν-παρελθόν-μέλλον. Η θεραπεία είναι καλό να ξεκινά από το «εδώ και τώρα» του συμβουλευμένου και με αφορμές που δίνονται στο παρόν να μετακινείται κατά περίπτωση στο παρελθόν και στο μέλλον.
Η Δανάη κατάγεται από την Κρήτη όπου ζει η οικογένειά της. Ο πατέρας της που ήταν έμπορος έχει πεθάνει πριν από λίγα χρόνια και η μητέρα της βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση μετά το θάνατό του. Υπάρχει ένας μεγαλύτερος αδελφός, παντρεμένος από χρόνια και πατέρας τριών παιδιών, που έχει αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα.
Η Δανάη ήρθε στην Αθήνα για σπουδές και παρέμεινε. Εργάζεται σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο και δίνει μεγάλη σημασία στην καριέρα της. Τα τελευταία επτά χρόνια διατηρεί σχέση με το Γιάννη, συμβολαιογράφο, που είναι κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της, παντρεμένος και πατέρας δυο μεγάλων παιδιών. Η σχέση αυτή έχει γίνει κεντρικό στοιχείο της ζωής της. Του είναι πολύ αφοσιωμένη και ρυθμίζει το χρόνο της σύμφωνα με το δικό του περιορισμένο ελεύθερο χρόνο. Παραδέχεται πως η κατάσταση αυτή δεν της αρέσει, αλλά δεν έχει το κουράγιο να διακόψει τη σχέση γιατί ο σύντροφός της σημαίνει πολλά γι’ αυτήν.
Ο Γιάννης είχε παντρευτεί νέος και τώρα έχει ένα γιο 22 ετών, φοιτητή Νομικής, και μια κόρη που φοιτά στο λύκειο. Όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, η σχέση του με τη σύζυγό του είναι τυπική και βασίζεται στα κοινά οικονομικά συμφέροντα και στο κοινό ενδιαφέρον για τα παιδιά τους. Συχνά αναφέρεται σε ένα μελλοντικό διαζύγιο, αλλά πάντα τη συγκεκριμένη περίοδο υπάρχουν λόγοι που τον αποτρέπουν. Πριν από επτά χρόνια, όταν ξεκίνησε η σχέση του με τη Δανάη, ο γιος του έμπαινε σε μια δύσκολη εφηβεία και χρειαζόταν την άμεση επίβλεψή του. Στη συνέχεια η σύζυγός του πέρασε ένα πρόβλημα υγείας. Ακολούθησαν οι εξετάσεις για την απόκτηση της άδειας συμβολαιογράφου και έπειτα η αλλαγή επαγγέλματος, που τον πρώτο καιρό συνοδεύτηκε από κάποια οικονομικά προβλήματα. Σειρά είχαν οι Πανελλήνιες Εξετάσεις του γιού και στη συνέχεια η φοίτησή του σε Νομική Σχολή εκτός Αθηνών. Ο νεαρός έχει κάποια προβλήματα προσαρμογής στην πόλη που σπουδάζει και χρειάζεται τη συνεχή συμπαράσταση του πατέρα του. Η κόρη του είναι ένα δειλό και ευαίσθητο κορίτσι και αντιμετωπίζει μεγάλο άγχος στο λύκειο, η επίδοσή της είναι κακή και δεν επιδιώκει να σπουδάσει. Η στάση του κοριτσιού έχει επηρεάσει όλη την οικογένεια και έχει διαταράξει την ισορροπία της.
Η Δανάη απαριθμεί όλα αυτά τα προβλήματα του Γιάννη προσπαθώντας να τον δικαιολογήσει. Στην πραγματικότητα προσπαθεί να δικαιολογήσει στον ίδιο της τον εαυτό το γεγονός ότι διατηρεί τη σχέση μαζί του. Αυτό είναι άλλο ένα συνηθισμένο φαινόμενο στη θεραπεία. Τα πρακτικά προβλήματα προβάλλονται ως βασικός λόγος για τον οποίο κάποιος παραμένει σε μια σχέση έστω κι αν αυτή δεν τον ικανοποιεί: τα παιδιά, η οικονομική κατάσταση, τα διάφορα οικογενειακά προβλήματα αποτελούν μια πολύ καλή δικαιολογία για να μην αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη της ζωής του. Είναι σίγουρο πως τα πρακτικά προβλήματα καθιστούν πιο δύσκολες κάποιες επιλογές, αν όμως οι επιλογές αυτές αποτελούν συνειδητή και σταθερή απόφαση του ατόμου, τα πρακτικά προβλήματα μπορούν να ξεπεραστούν. Κανένας δεν «θυσιάζει» τη ζωή του αν δεν αποκομίζει κάποιο προσωπικό όφελος, έστω και το όφελος του να μην αναστατώσει τη ζωή του, να τηρήσει τις προσωπικές του αξίες ή να μην υποστεί κοινωνική κριτική. Στην παρούσα περίπτωση, ο Γιάννης προφασίζεται συνεχή πρακτικά προβλήματα για να παραμείνει σε μια κατάσταση που τον εξυπηρετεί. Διατηρεί άθικτη τα οικογενειακά και οικονομικά του δεδεμένα, (πιστεύει πως) κάνει το καλύτερο για τα παιδιά του, δεν υφίσταται κοινωνική κριτική και δεν μπαίνει στις φασαρίες της αλλαγής. Ταυτόχρονα, είναι καλυμμένος συναισθηματικά από την παράλληλη σχέση του με ένα άτομο που τον κατανοεί και δεν προβάλλει απαιτήσεις που να του δημιουργούν άγχος.
Τι είναι όμως αυτό που μπορεί να κάνει μια νέα, όμορφη και μορφωμένη γυναίκα να ζει τόσα χρόνια στη σκιά ενός γάμου και να μην απολαμβάνει με το σύντροφό της κάποιες απλές χαρές της καθημερινής ζωής που φαίνεται πως τις έχει μεγάλη ανάγκη; Τα συναισθήματα αγάπης που τρέφει για το σύντροφό της είναι πιθανό να μην είναι ο μόνος λόγος. Η σύναψη «ανέλπιδων» σχέσεων μπορεί να υποκρύπτει τον υποσυνείδητο φόβο του ατόμου για την ουσιαστική δέσμευση, ο οποίος μπορεί να έχει δημιουργηθεί από παιδικά βιώματα ή από εμπειρίες της ενήλικης ζωής. Το ίδιο είναι πιθανό να συμβαίνει και όταν το άτομο διακηρύσσει την αξία μιας πολύ «δημοκρατικής» αντιμετώπισης του άλλου και προσπαθεί να μην τον πιέσει με τη διεκδίκηση των δικών του αναγκών. Μια τέτοια στάση, όταν κρατά επτά χρόνια όπως στην παρούσα περίπτωση, είναι πιθανό να «βολεύει» το άτομο σε υποσυνείδητο επίπεδο, προφυλάσσοντάς το από τη δέσμευση, την αλλαγή ή την ανάληψη ευθυνών.
Αρχικά η Δανάη αντιδρά στις απόψεις αυτές. Όσο όμως προχωρεί η συμβουλευτική διαδικασία, φτάνει να παραδεχτεί πόσο ο Γιάννης «εξυπηρετείται» από τη σχέση τους.
Όσον αφορά την ίδια, δεν πιστεύει στο γάμο και ενοχλείται όταν η οικογένειά της επισημαίνει τα χρόνια που περνούν. Δίνει μεγάλη σημασία στην καριέρα της και της αρέσει να είναι ελεύθερη από τις υποχρεώσεις μιας σοβαρής σχέσης ή ενός γάμου. Επιπλέον, στα παιδικά της χρόνια έχει βιώσει την έννοια της οικογένειας και τη θέση της γυναίκας με άσχημο τρόπο. Η πατρική της οικογένεια όπως και αυτές του περιβάλλοντός της λειτουργούσαν καθαρά πατριαρχικά. Από μικρή εξεγειρόταν με τους περιορισμούς που έβλεπε να υφίστανται οι γυναίκες και την πλήρη υποταγή τους στους άνδρες. Ο πατέρας της ήταν ένα πολύ αυταρχικό άτομο, συχνά έβριζε και μερικές φορές χειροδικούσε στα μέλη της οικογένειάς του. Η μητέρα της υποτασσόταν αδιαμαρτύρητα στη θέλησή του και καθοδηγούσε την κόρη της να κάνει κι αυτή το ίδιο. Η ανατροφή αγοριών και κοριτσιών στο περιβάλλον της ήταν πολύ διαφορετική. Η Δανάη πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια με πολλούς περιορισμούς. Έπρεπε να βοηθά τη μητέρα της στο σπίτι, να υπηρετεί τον πατέρα και τον αδελφό της και να τηρεί αυστηρά τα κοινωνικά στερεότυπα έτσι ώστε η οικογένειά της να μην υποστεί κοινωνική κριτική.
Οι σπουδές ήταν γι’ αυτήν ο μόνος δρόμος για να ξεφύγει από την κατάσταση και γενικά από το στενό πλαίσιο της επαρχιακής της πόλης. Αν και η μόρφωση δεν αποτελούσε ισχυρή αξία στο περιβάλλον της, η άριστη επίδοση του κοριτσιού στο σχολείο και η επιτυχία της σε μια πανεπιστημιακή σχολή «κύρους» αποτελούσε κοινωνικό στοιχείο για το οποίο η οικογένεια υπερηφανευόταν. Ο ερχομός στην Αθήνα σήμαινε το πέρασμά της στην ελευθερία και πέρασε τα φοιτητικά της χρόνια απολαμβάνοντάς την, ενώ ταυτόχρονα ήταν πολύ συνεπής στις σπουδές της. Όταν ήταν φοιτήτρια αυτό που κυρίως επιθυμούσε ήταν να αποκτήσει εμπειρίες. Εύρισκε τα αγόρια της ηλικίας της ανώριμα, δεν επένδυε στις σχέσεις της και αισθανόταν καλά που δεν ταυτιζόταν με τις κοπέλες της ηλικίας της, που έπαιρναν πολύ σοβαρά την ερωτική τους ζωή και μετά απογοητεύονταν. Δημιούργησε κάποιες βραχυχρόνιες σχέσεις που δεν χαρακτηρίζει ως σημαντικές και αργότερα μια πιο σοβαρή που κράτησε δύο χρόνια. Ο σύντροφός της ήταν πολύ προσκολλημένος σ’ αυτήν και ήθελε να περνούν όλο το χρόνο τους μαζί. Τη μικρή περίοδο που συμβίωσαν η Δανάη αισθανόταν ότι «την έπνιγε» και αποχώρησε.
Στα 28 της χρόνια γνώρισε στον επαγγελματικό της χώρο το Γιάννη. Στην αρχή κανένας από τους δυο τους δεν είδε αυτή την επαφή σοβαρά, αλλά σε λίγο καιρό αναπτύχθηκαν ισχυρά συναισθήματα μεταξύ τους. Το γεγονός πως ήταν παντρεμένος δεν την επηρέασε ιδιαίτερα. Δεν είχε ηθικό πρόβλημα γιατί πιστεύει πως όταν μια σχέση αφήνει χώρο για τρίτο άτομο αυτή είναι ήδη κατεστραμμένη. Σιγά-σιγά προσαρμόστηκε πλήρως στον τρόπο ζωής του συντρόφου της. Βλέπονται δυο-τρεις φορές την εβδομάδα και περνούν λίγες ώρες στο σπίτι της. Βγαίνουν μαζί πολύ σπάνια λόγω έλλειψης χρόνου. Μιλούν καθημερινά αρκετά στο τηλέφωνο και ανταλλάσσουν μηνύματα. Η Δανάη επιδιώκει να γίνει συνεταίρος στο μεγάλο δικηγορικό γραφείο όπου εργάζεται και έτσι δουλεύει πολλές ώρες. Το βράδυ επιστρέφει στο σπίτι της και ξεκουράζεται ή βγαίνει με κάποιες φίλες της. Κάποιες φορές ο Γιάννης προφασίζεται επαγγελματικά ταξίδια και έτσι περνούν δυο-τρεις μέρες μαζί. Τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές τα αφιερώνει στην οικογένειά του, οπότε τότε κυρίως είναι που η Δανάη αισθάνεται μοναξιά. Δεν έχει κοινοποιήσει την προσωπική της ζωή στον κοινωνικό της κύκλο και όλοι απορούν που τη βλέπουν συνεχώς μόνη. Την κατάσταση γνωρίζουν μόνο δυο πολύ καλές της φίλες που απορούν με την υπομονή της και πιστεύουν πως η σχέση αυτή της κάνει κακό.
Η ίδια έχει αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Από τη μια μεριά αγαπά το σύντροφό της, κατανοεί τα προβλήματά του και η ιδεολογία της δεν της επιτρέπει να έχει απαιτήσεις και να του ασκεί πίεση. Από την άλλη μεριά όλο και πιο συχνά αισθάνεται πως ασφυκτιά. Ζηλεύει τη σύζυγο του Γιάννη, όσο κι αν εκείνος ισχυρίζεται πως η επικοινωνία τους είναι καθαρά τυπική. Έχει σταδιακά αποκοπεί από τις παρέες της ηλικίας της επειδή έχει ρυθμίσει τη ζωή της με βάση το πρόγραμμα του συντρόφου της. Επιπλέον, δεν επιδιώκει να συμμετέχει σε μικτές παρέες αδέσμευτων νέων, γιατί μέσα σ’ αυτές υπάρχουν άνδρες που τη φλερτάρουν θεωρώντας πως είναι κι αυτή αδέσμευτη. Δεν δίνει στον εαυτό της την άνεση να προγραμματίσει κάποια έξοδο ή δραστηριότητα γιατί είναι πολύ πιθανό τα σχέδιά της να αλλάξουν αν ο Γιάννης έχει λίγο ελεύθερο χρόνο και την ειδοποιήσει πως μπορούν να βρεθούν. Εξάλλου πολλές φορές κάποιες προγραμματισμένες συναντήσεις τους έχουν ακυρωθεί την τελευταία στιγμή λόγω απρόβλεπτων οικογενειακών του υποχρεώσεων.
Είναι φανερό πως η Δανάη δεν έχει τον έλεγχο της ζωής της και αυτό την πειράζει πολύ. Είναι μια γυναίκα με σύγχρονες αντιλήψεις, έχει αγωνιστεί για να ξεφύγει από τους περιορισμούς που της επέβαλλε το περιβάλλον από το οποίο προέρχεται, εργάζεται σκληρά και είναι από μικρή ηλικία οικονομικά ανεξάρτητη. Η προσωπική της ζωή όμως είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στη ζωή του συντρόφου της και δεν μπορεί να ελέγξει ούτε τη χρήση του χρόνου της. Στην ουσία, η σχέση της με το Γιάννη είναι μια σύγχρονη εκδοχή του μοντέλου σχέσης ζευγαριού που ίσχυε στην πατρική της οικογένεια και από το οποίο η ίδια τόσο σκληρά προσπάθησε να ξεφύγει: Η γυναίκα είναι πλήρως προσαρμοσμένη στη θέληση του άνδρα και εκείνος δεν της δίνει την προσοχή που της αξίζει. Ταυτόχρονα, οι σύγχρονες αντιλήψεις της την εμποδίζουν να εγείρει απαιτήσεις, ακόμη και να εκδηλώνει στο σύντροφό της αρνητικά συναισθήματα.
Οι φοβίες δεν αφορούν συνήθως το ίδιο το φοβικό αντικείμενο, αλλά ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει. Όταν ένα άτομο δεν μπορεί να ελέγξει τη ζωή του, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Δανάης, είναι πιθανό να επιλέξει υποσυνείδητα έναν τομέα της καθημερινότητας ο οποίος συμβολίζει την απώλεια του ελέγχου και να προβάλει σ’ αυτόν το γενικότερο θέμα που τον απασχολεί. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν η Δανάη να μη μπορεί να αντιμετωπίσει την απώλεια ελέγχου της ζωής της που έχει προκύψει από τη σχέση της και να επέλεξε υποσυνείδητα να αντιμετωπίσει το θέμα αυτό μεταθέτοντάς το στα μέσα συγκοινωνίας και αποφεύγοντάς τα. Το αεροπλάνο που αποτελεί τον μεγαλύτερό της φόβο είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα κατάστασης όπου ο επιβάτης δεν έχει κανέναν έλεγχο και βασίζεται αποκλειστικά σε έναν οδηγό που μάλιστα δεν τον βλέπει και σε περίπτωση ατυχήματος οι πιθανότητες επιβίωσης είναι ελάχιστες. Κατά δεύτερο λόγο σε όλα τα αστικά και υπεραστικά μέσα συγκοινωνίας ο επιβάτης βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός απρόσωπου οδηγού με τον οποίο δεν έχει επικοινωνία και τόσο η διαδρομή όσο και οι στάσεις του οχήματος είναι προκαθορισμένες. Ακόμη και σε ένα ιδιωτικό αυτοκίνητο, ο επιβάτης εξαρτάται από τον οδηγό. Όσο για την περίπτωση που κάποιος οδηγεί ο ίδιος, πάντα περιορίζεται από τις συνθήκες της κυκλοφορίας. Όλα αυτά τα μέσα συγκοινωνίας αποτελούν για τη Δανάη καταστάσεις στις οποίες έχει διαφορετικό βαθμό απώλειας του ελέγχου, για το λόγο αυτό και τα φοβάται σε διαφορετικό βαθμό.
Όταν συνειδητοποιεί την αναλογία αυτή ως πιθανή ερμηνεία των προβλημάτων της, αντιλαμβάνεται πως ο οργανισμός της επέλεξε τις φοβίες για να της «μιλήσει» και να την οδηγήσει σε μια πιθανή αναθεώρηση της ζωής της. Έρχεται επιτέλους αντιμέτωπη με το θέμα της σχέσης της. Ομολογεί πως χρησιμοποιούσε την άμυνα της απώθησης, αναβάλλοντας την «επίλυση» του θέματος για κάποια μελλοντική στιγμή. Παραδέχεται πως η απώθηση αυτή εξυπηρετούσε και τα δυο μέλη του ζευγαριού, καθέναν για τους δικούς του λόγους. Η νέα θεώρηση της κατάστασης προκαλεί από μόνη της μείωση των φοβιών, χωρίς να χρησιμοποιηθεί καμιά συμπεριφοριστική τεχνική.
Συνειδητοποιεί επίσης τον κρυφό θυμό που υπάρχει μέσα της και απευθύνεται τόσο στο σύντροφό της όσο και στον εαυτό της που ανέχεται την κατάσταση. Ο ανέκφραστος συσσωρευμένος θυμός αποτελεί πηγή αρνητικής ενέργειας στον ψυχικό κόσμο του ατόμου και συνήθως προκαλεί ψυχικά ή σωματικά προβλήματα. Σύμφωνα με τη θεωρία της Gestalt, ο θυμός μπορεί να κρύβει πίσω του φόβο, έλλειψη αγάπης ή ζήλεια. Πραγματικά, η Δανάη φοβάται πως η κατάσταση αυτή της αξίζει, πως δεν είναι δηλαδή άξια να έχει την αποκλειστικότητα του συντρόφου της, και αυτό το βιώνει και ως έλλειψη αγάπης. Επιπλέον, ζηλεύει την ιδιότητα του συντρόφου της να ρυθμίζει τη ζωή του όπως θέλει, αντίθετα από τη δική της απόλυτη προσαρμογή σ’ αυτόν.
Ύστερα από αρκετούς μήνες συμβουλευτικής δουλειάς, αποφασίζει να εκφράσει στο σύντροφό της την επιθυμία της να βιώσουν επιτέλους ελεύθερα τη σχέση τους και τον καλεί να πάρει οριστικές αποφάσεις. Εκείνος ζητά και πάλι χρόνο, γεγονός που προκαλεί στη Δανάη μια ακραία έκρηξη θυμού, τελείως αντίθετη προς την ήρεμη και δημοκρατική στάση της σύγχρονης γυναίκας που διατηρούσε μέχρι τότε. Μέσω της συμβουλευτικής διαδικασίας απενοχοποιείται για τη συμπεριφορά της και αποφασίζει να απομακρυνθεί από το σύντροφό της. Τότε εκείνος συνειδητοποιώντας πως τη χάνει, ομολογεί στην οικογένειά του την παράλληλη σχέση, φεύγει από το σπίτι του και εγκαθίσταται στο σπίτι της Δανάης.
Με την τόσο ριζική μεταβολή της κατάστασης σύμφωνα με τις επιθυμίες της, εκείνη αισθάνεται αρχικά πολύ ικανοποιημένη. Οι φοβίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και εφαρμόζει με συνέπεια τη μέθοδο της σταδιακής έκθεσης στα φοβικά ερεθίσματα για να ξεπεράσει το πρόβλημα με τα μέσα συγκοινωνίας. Στις θετικές μεταβολές της ζωής τους είναι πολύ συνηθισμένο οι συμβουλευόμενοι να διακόπτουν τη θεραπεία, θεωρώντας ότι όλα τα θέματα που τους απασχολούσαν έχουν επιλυθεί. Η Δανάη όμως συνεχίζει, έχοντας αποδεχτεί ότι η θεραπεία έχει ανοίξει ένα νέο δρόμο κατανόησης του εαυτού της και των άλλων και επιθυμώντας να θέσει σωστές βάσεις στη νέα αυτή φάση της ζωής της.
Ο Γιάννης όμως δεν αποδεικνύεται ικανός να υποστηρίξει την επιλογή του, όπως συμβαίνει πολύ συχνά στα άτομα που κάνουν σημαντικά διαβήματα παρορμητικά και χωρίς να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένα. Βασανίζεται από ενοχές που εγκατέλειψε την οικογένειά του και είναι συνεχώς κακόκεφος. Αποδίδει στην απομάκρυνσή του οποιοδήποτε πρόβλημα παρουσιάζεται στα παιδιά του. Τα σχόλια του κοινωνικού περιβάλλοντος τον πληγώνουν. Η συμβίωση με τη Δανάη του δημιουργεί προβλήματα, γιατί είχε συνηθίσει σε έναν τελείως διαφορετικό τρόπο καθημερινής ζωής. Επιπλέον, οκτώ μήνες μετά την αποχώρησή του από το σπίτι του και την εγκατάστασή του στο σπίτι της Δανάης δεν έχει ακόμη συζητήσει με τη σύζυγό του για διαζύγιο. Λόγω των θεμάτων αυτών δημιουργούνται συνεχείς εντάσεις με τη Δανάη, που έχει μάθει πλέον να εκφράζει τα συναισθήματά της και να διεκδικεί τις επιθυμίες της.
Η σχέση οδηγείται σε διάλυση και ο Γιάννης επιστρέφει στην οικογένειά του. Η Δανάη αντιμετωπίζει το χωρισμό με ψυχραιμία. Είναι φανερό πως η φάση που η προσωπική της ζωή με το Γιάννη είχε διατηρηθεί κρυφή την είχε κουράσει πολύ και είχε διαβρώσει σε αρκετό βαθμό τα συναισθήματά της. Όταν το άτομο δεν βιώνει έναν σημαντικό χωρισμό με την αναμενόμενη ένταση, είναι πολύ πιθανό να έχει περάσει κάποια από τα στάδια της απώλειας όσο ακόμη βρισκόταν μέσα στη σχέση. Είναι ένα φαινόμενο ανάλογο με αυτό που συμβαίνει όταν αντιμετωπίζεται ψύχραιμα ο θάνατος ενός ατόμου μετά από μακροχρόνια ασθένεια.